Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

on trouvait la verite


































Mόλις κάποιος φτύνει λέξεις που μου καίνε το πρόσωπο
το χρυσάφι διαμελίζεται και τα όνειρα πέφτουν αίφνης νεκρά
Τα παιχνίδια μου κρύβονται κατρακυλώντας μέσα στα χόρτα,
χάνονται σε τρύπες στο χώμα
Στα μηνίγγια αρχίζει να στάζει νοσταλγία πικραμύγδαλο
Το απόσταγμα ανεβάζει αλλοιωμένες εικόνες
Ένας άνεμος αεικίνητος μετακινεί άπαντα
γυρωφέρνοντας καλοκαίρια τυφλωμένα στο φως
Μια αδέξια της άνοιξης βροχή με ανασταίνει
με τον ήλιο που κράταγα καθώς έβγαινα τη σκάλα
στην εξοχή των παιδικών μου αιώνων
πίνοντας υπέρ πληγών το αντίδοτο
καμωμένο από γέλια και φωνές
τα δικά μου κι εκείνων που από μνήμης δε στέγνωσαν
Ένα ακόμα έμεινε να υπάρχει, ένα να λάμπει εντός
γέλιο από εικόνα αστραπή
πέρασε φυλλώματα σ'ανοιχτό οροπέδιο
και στάλες λάμπους θάλασσας απάτων
Κράτα με πάνω σου όσο γεννιούνται όνειρα χρυσά
σκύβεις πάνω μου στολίζοντάς με ίσκιο
Περνάς το χέρι σου θεόρατος λευκός, ίδιος ανείπωτος άνεμος
πού να είσαι τώρα; Εκεί..
Δυο βήματα πριν με το δείκτη να δονείται
πλησιάζω, όλο νομίζω, κι όμως παύει
Ένα πέταγμα να με χωρίζει από τη γη της Επαγγελίας..

Δεν υπάρχουν σχόλια: