Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

αναρθρες κραυγές του είμαι. 1

η εκδρομή.
η ξανθούλα δίπλα μου δε μιλούσε. ήθελε να ονειροπολήσει με τον εαυτό της κι εγώ τη ζάλιζα με φλυαρίες θαυμασμού.
τα τοπία από το παράθυρο του πούλμαν θολά εκτός από τους μεγαλειώδεις κόκκινους γκρεμούς ολόγυρα βουνών με τους ασπριδερούς μικρούς βράχους - από ένα τέτοιον έπεσε πετώντας μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα που κρατούσε ένα λευκό πανί στο χέρι.
Πάνω στο σταυροδρόμι τα 1-2 σπίτια ήταν με στέγες χαμηλά. Τα τζάμια είχαν μουσκέψει και οι δρόμοι γυάλιζαν από τη βροχή. Καθρέφτιζαν πάνω τους τη δύση του ήλιου, χρώματα μελιά και μωβ, σούρουπο.
Δεν είχα τι να κάνω όταν φτάσαμε και βγήκα.
Μπροστά σε ένα πανύψηλο αριστοκρατικό οικο εμπορίας κοσμημάτων. κοντοστάθηκα στην αριστερή βιτρίνα με τα λεπτοκαμωμένα χρυσογάλαζα κοσμήματα και μέσα μου διαπραγματευόμουνα τιμές αγοράς. Η ξανθούλα χαζευε αμίλητη λες και μπορούσε να τα αγοράσει.
Στο παραδοσιακό μεζεδοπωλείο με τα σκαλοπάτια και τα εξωτερικά ημιεπίπεδα είδα που θα έβαζαν τα τραπέζια της ομύγηρης.
Ο Γκαρσία εκεί με τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και το ροδοκόκκινο πρόσωπο κρατούσε ένα κίτρινο φωσφορίζον στυλό στιλέτο επιδεικνύοντας πώς έπρεπε να το πετάς για να καρφώνει στον τοίχο ενώ μου εξιστορούσε συνάμα την ομορφιά του τόπου του. Η ξανθούλα παρατηρούσε τον αδερφό της δίχως λέξη στο στόμα ως συνηθως...
-Γρανάδα? Ανδαλουσία?

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

λαβύρινθος -20ο πάτωμα


Tελειωμένος- καθώς ο πόνος ορμάει αταξινόμητος
Tο κορμί στο σαράκι της μέρας γλυστρά
στη φρουρά, στο θώρακα μιας αυλής πεθαμένης
Η ψυχή σα φωτιά που δε προφταίνει προς τα έξω να λάμψει
Διώκεσαι φτωχό κουρελιασμένο μου χιτώνιο
Τη νύχτα που ξεσπούν οι ουρανοί και το φωνάζεις
Τη νύχτα που ο σπόρος πνίγεται με το νερό
άλλο ένα όνειρο γεννιέται νεκρό
κι ο Ίσκιος μου χτυπιέται με τον αποτελειωμένο χρόνο
Καταναλώνει το οργανικό περίβλημα μου ως την ύστατη οπή
"γίνε μία φορά η γυνή που αγάπησαν"
Απόμεινα μια ματαιότητα του εαυτού μου που σε απορεί
για ποιά αντοχή, σε ποιά ηδονή να σου δοθώ
που την αλήθεια στάζω και σβήνω ο θνητός
Δυό λέξεις ρημαγμένες στα νωτιαία μου βουρκιάζουν
κι από μακριά τα γαλανά πατζούρια σου χτυπούν διψασμένα
κι η σκάλα κατεβαίνει ορμητική
Πάτωμα εικοστό εντεκάτη εντολή: "Μην εγκαταλείψεις μηδέ εγκαταλειφθείς"
Σκαλίζω στο στομάχι μου ένα λάκκο να κρυφτώ
τα ρούχα όλου του κόσμου πυρωμένα
κι εγώ εξανεμίστηκα ασθμαίνοντας μια μισερή κουβέντα του άλλου κόσμου..

"Ο νους, διότι τρέχει παντού".

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

λιοπύρι


Το μόνο αίμα που κυλά το μέσα της παλάμης μου εμποτίζει,
το πίσω του χιτώνα των ματιών
Μετά τα τύμπανα διάψευσης του γέγονα
Χαμένος έγινα και ήπια τη σιωπή, λυτρωτικό της δίψας μου φάρμακο
Χαρτογραφώ τα εντοπία παύοντας αίφνης να τους κοιτώ
2 σπίθες έμειναν στο διάβα μου και 2 φωνές να με κρατούν
κενό να μη διαπράττω.-