Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

δεν τελειώνει.

Δεν έμεινε φως από τα βεγγαλικά της ζωής σου
Τα χέρια σου τρύπησαν γιατί τα χρειαζόσουν
για να κρατήσεις τα ηνία της φαύλης ύπαρξης
Δειλός που το άδειο τους φυσίγγι
σε τυρρανά τα βράδια κάτω από το κρεββάτι 
Ο ήχος της έναυσης που μυρμηγκιάζει τους κροτάφους
κι έπειτα η σιωπή που ξεκοιλιάζει το θύμα της
Εκείνη την έρημη νύχτα
που οι τοίχοι μιλούσαν μαζί σου και τρόμαζες
μπορούσες να πιαστείς απ΄τα αστέρια 
και σκόνη να γίνεις στο διάστημα
αφού η λέξη δεν έμοιαζε με αυτό που θα έπρεπε να ήταν.
Αγάπη.
Σα μόνο αφημένο ένα κόκκινο κρίνο του βουνού
που άλλοτε ανθίζει άλλοτε πνίγεται από τα αγριόχορτα
μία τυφλή σπηλιά χωρίς έξοδο που το χειμώνα πλημμυρίζει
ενα λιβάδι που γεμίζει πυράκανθους
ο γκρεμός στην  κορυφή μιας ελάτης
το άδειο σου στήθος