Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

αναρθρες κραυγές του είμαι. 1

η εκδρομή.
η ξανθούλα δίπλα μου δε μιλούσε. ήθελε να ονειροπολήσει με τον εαυτό της κι εγώ τη ζάλιζα με φλυαρίες θαυμασμού.
τα τοπία από το παράθυρο του πούλμαν θολά εκτός από τους μεγαλειώδεις κόκκινους γκρεμούς ολόγυρα βουνών με τους ασπριδερούς μικρούς βράχους - από ένα τέτοιον έπεσε πετώντας μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα που κρατούσε ένα λευκό πανί στο χέρι.
Πάνω στο σταυροδρόμι τα 1-2 σπίτια ήταν με στέγες χαμηλά. Τα τζάμια είχαν μουσκέψει και οι δρόμοι γυάλιζαν από τη βροχή. Καθρέφτιζαν πάνω τους τη δύση του ήλιου, χρώματα μελιά και μωβ, σούρουπο.
Δεν είχα τι να κάνω όταν φτάσαμε και βγήκα.
Μπροστά σε ένα πανύψηλο αριστοκρατικό οικο εμπορίας κοσμημάτων. κοντοστάθηκα στην αριστερή βιτρίνα με τα λεπτοκαμωμένα χρυσογάλαζα κοσμήματα και μέσα μου διαπραγματευόμουνα τιμές αγοράς. Η ξανθούλα χαζευε αμίλητη λες και μπορούσε να τα αγοράσει.
Στο παραδοσιακό μεζεδοπωλείο με τα σκαλοπάτια και τα εξωτερικά ημιεπίπεδα είδα που θα έβαζαν τα τραπέζια της ομύγηρης.
Ο Γκαρσία εκεί με τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και το ροδοκόκκινο πρόσωπο κρατούσε ένα κίτρινο φωσφορίζον στυλό στιλέτο επιδεικνύοντας πώς έπρεπε να το πετάς για να καρφώνει στον τοίχο ενώ μου εξιστορούσε συνάμα την ομορφιά του τόπου του. Η ξανθούλα παρατηρούσε τον αδερφό της δίχως λέξη στο στόμα ως συνηθως...
-Γρανάδα? Ανδαλουσία?

Δεν υπάρχουν σχόλια: