Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ερινύα

Στο ακροσκέπασμα τ’ονείρου μια φευγαλέα λάμψη πρόλαβε να ιδεί
Του σταυροφόρου τη σκιά που τον κεντούσε μες τη νύχτα
και του άφηνε στο στήθος καρφωμένο το σπαθί.
Στάλα από το αίμα του έξω δεν έσταζε μόνο ξημέρωσε πόνος οξύς,
ξίφος της τιμωρίας κ απάνω του ο ουρανός βαρύς,
ήταν το άδικο και το κακό στρώμα από ξεραμένη στάχτη
Κείτονταν καταγής πεσμένος, προσμετρώντας τα βάθη,
από άγρια χορτάρια στοργικά αγκαλιασμένος, ως να ταν αδερφός τους,
προσμένοντας για τη βροχή που όμοια μ’ αγριο πουλί ξεχύθηκε
Μετα το χέρι του άπλωνε καθαρισμένος για να πιαστεί απτα σκυφτά κλαδιά
χαμόδεντρα της λησμονιάς που βρέθηκαν κοντά του,
να σηκωθεί, ν’αρματωθεί ξανά,
ως να ναι παντα ίδιος ο τρόπος, αξεπέραστος,
να κουβαλά το σώμα, της ψυχής τα μαύρα παιδιά
κι αδιακοπος να μοιάζει τούτος ο δρόμος στον απέραντο κόσμο..

Δεν υπάρχουν σχόλια: