Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

του αλλου κόσμου

Κλειδώθηκε στα μάτια ο αποχαιρετισμός
κορμί ελπίδας μαυροφορεμένης
Στα στήθη άπλωνε ο στεναγμός,
μεγάλωνε, βύζαινε λησμονιά αγιασμένη
Όλο ρωτούσες τι να γράψεις,
τι να γράψεις για το άδειασμα
Όσο ρωτούσες, τόσο γνώριζε μακριά σου
τη φύση που σκορπίζονταν κοντά στην ερημιά της
Άραγε τι να έμενε ίδιο μέχρι το τέλος
η μοιρα που σας όριζε μαζί βάρυνε με το χρόνο
το γράμμα αλάργευε, έφτανε αργοπορημένο
Κι ήταν ο κόσμος όλος πράσινος, γιομάτος κρίνα,
ας ήτανε ευωδιά δικιά σου αντί για κείνα
Όλο ρωτούσες τι να γράψεις,
τι να γράψεις για το άνθισμα
Τα κόκκαλα γνωρίζουν την αλήθεια,
Στεκει εκεί παράμερα και σε κοιτάζει,
σφραγισμένο στόμα που μιλιά δε βγάζεις,
καπνό μονάχα από τα στήθια
Κι ο κεραυνός ζυγώνει να σ'αρπάξει
Όπου ακουμπήσει με το θάνατο χαράζει τ'όνομά του
σκίζει τον ουρανό με το αποτύπωμα του
Μια κρύα νύχτα βροχερή Κείνος θα κλέψει τη ζωή...

1 σχόλιο:

~reflection~ είπε...

Μέσα στο μίσχο έκρυψε το μυστικό η Ζωή...
Λουλούδια πληθος γεμισαν τους φραχτες..
ξεχειλισαν οι κήποι οι κρεμαστοί του Ορίζοντα...
και το Αύριο βούτηξε ολοκληρο στο άρωμά της ΕΥχής
για να έχει νοημα ο Ήλιος ξανα να ξημερώσει..

ενα φιλί.. βούλιαξε στα Σκούρα Βαθιά Νερά σου.....
απλωσε δίχτυα..
μονο έτσι πιανεται.....