Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010
κλειδί
Καταμεσής της κολασμένης μέρας
το λογισμό ξεκούρδισα μ' ένα μεγάλο κλειδί
Xύθηκε η σκέψη ζερβά, δεξιά σαν καταιγίδα
Εσκυψα για να αφουγκραστώ βαθιά
από το στήθος, τσαλακωμένη τη φωνή
Κι εκεί μου έστηναν παγίδα
Το πανωφόρι μου έβγαλα να δω πού αδειάζουν οι καημοί,
ζεστός ο Βόσπορος κυλούσε στ' άπορα πλευρά μου
κι απ'έξω γδάρτης άνεμος φυσούσε
Ο χρόνος ξεθωριάζει, ωχρειά σαν το πανί,
λιωμένο ρούχο μιας αγάπης
Τον είδα μοναχό να χάνεται και να ξεχνά
Κάθε στιγμή πηδάει ένα σκαλί, φτάνει ψηλά
στ'ουρανού τη γαλάζια φωταύγεια
Η φύση απάντηση δεν έδωσε καμιά
εξόν πως μες του δέντρου τον κορμό
κατακάθονται τα γέλια και τα κλάματα ενός,
σαπίζοντας, φτιάχνοντας δαχτυλίδια
Κι αυτός που στ' όνειρο έχει παγιδευτεί,
μένει ακόμα εκεί, θρηνεί το θύμα
ενόσω απέξω τριγυρίζουν φτερωτοί,
φίλοι - εχθροί, στον άνεμο πρόσωπα ίδια,
απελπισμένοι να θηρεύουν αποφάγια...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου