Βελόνες του καρφώθηκαν στο μάγουλο
Το καλοκαίρι πληγιασμένο τώρα κυνηγά
Αδέσποτα χορεύουνε τρελλά τα όνειρά του
Μία ριπή ξεκοίλιασε τον ποιητή,
μια καταιγίδα χνάρι έφτιαξε στο χώμα,
απ΄του δέντρου το σώμα
Ξεχύθηκαν τ'αρώματα κι η πλάνη στη στεριά
και βάφτηκε η θάλασσα στο πιο πικρό μελάνι
Πέπλο λεπτό και σκοτεινό γυρνάω πάλι στο βυθό
κι αυτός ανοίγει στοργικά τη μαβιά του καρδιά
Ο έρωτας ο άχρονος κι ο φόβος ο πανάρχαιος, ο ιλαρός
μαύρα πουλιά που πέταξαν πάνω απ΄το μέτωπό μου
Μήτε να κλάψω κι ούτε που φοβάμαι πια.
Κυριακή 24 Ιουλίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου